-
1 εκατό
αριθ. сто;ο παπούς μου ζυγώνει τα εκατό — моему деду идёт сотый год;
εκατό φορές τού τώπα разг — сто раз я ему говорил;
§ ο αριθμός εκατό, το (νούμερο) εκατό — уборная, туалет
1 εκατό
ο παπούς μου ζυγώνει τα εκατό — моему деду идёт сотый год;
εκατό φορές τού τώπα разг — сто раз я ему говорил;
§ ο αριθμός εκατό, το (νούμερο) εκατό — уборная, туалет